- αλαφροπαίρνω
- 1. σηκώνω κάτι ελαφρά, μόλις που τό αγγίζω2. ακούω κάτι ελαφρά, από τυχαία σύμπτωση3. δεν αποδίδω σε κάτι την ανάλογη σημασία, δεν τό θεωρώ σπουδαίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο-* + παίρνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… … Dictionary of Greek
ελαφροπαίρνω — βλ. αλαφροπαίρνω … Dictionary of Greek